εκατοστάρικος

εκατοστάρικος
-η, -ο και κατοστάρικος, -η, -ο
1. (για δοχεία) αυτός που έχει χωρητικότητα εκατό μονάδες όγκου
2. αυτός που χωρά ή ζυγίζει εκατό δράμια
3. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστάρικο
το εκατοστάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”